ἀμφίβλητος

ἀμφίβλητος
ἀμφίβλητος, ον,
A put or thrown round,

ῥάκη E.Fr.697

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφίβλητος — ἀμφίβλητος, ον (Α) [ἀμφιβάλλω] αυτός με τον οποίον περιβάλλεται, καλύπτεται κανείς, αυτός που ρίχνεται γύρω από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”